- φαλάγγωσις
- φαλάγγωσιςrelaxation: fem nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
φαλάγγωσις — relaxation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλάγγωσιν — φαλάγγωσις relaxation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλάγγωση — η / φαλάγγωσις, ώσεως, ΝΑ [φάλαγξ] νεοελλ. ιατρ. χαλάρωση τού δέρματος τού άνω βλεφάρου αρχ. 1. ιατρ. χαλάρωση ή πτώση τών βλεφαρίδων 2. διστιχία ή τριστιχία τών βλεφαρίδων … Dictionary of Greek
φαλαγγώσεως — φαλαγγώσεω̆ς , φαλάγγωσις relaxation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)